- κεκρύφαλος
- οτο δεύτερο στομάχι των μηρυκαστικών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κεκρύφαλος — woman s hair net masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκρύφαλος — Κάλυμμα με το οποίο οι αρχαίες Ελληνίδες σκέπαζαν ή στόλιζαν τα μαλλιά τους. Η συνήθεια είχε ιωνική προέλευση. Ήταν μάλλινο ή μεταξωτό, με ζωηρό χρωματισμό ή και πολύτιμους λίθους. Σε ερυθρόμορφα αγγεία και σε λίγα μελανόμορφα αττικά υπάρχουν… … Dictionary of Greek
κεκρυφάλοις — κεκρύφαλος woman s hair net masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκρυφάλου — κεκρύφαλος woman s hair net masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκρυφάλους — κεκρύφαλος woman s hair net masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκρυφάλων — κεκρύφαλος woman s hair net masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκρυφάλῳ — κεκρύφαλος woman s hair net masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκρύφαλοι — κεκρύφαλος woman s hair net masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκρύφαλον — κεκρύφαλος woman s hair net masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκρυφάλιον — κεκρυφάλιον, τὸ (Α) [κεκρύφαλος] υποκορ. τού κεκρύφαλος* … Dictionary of Greek